χρυσοποίκιλος

χρυσοποίκιλος
χρυσοποίκιλος
gold-embroidered
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρυσοποίκιλος — ον, ΜΑ χρυσοποίκιλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικίλος (πρβλ. σιδηρο ποίκιλος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοποίκιλον — χρυσοποίκιλος gold embroidered masc/fem acc sg χρυσοποίκιλος gold embroidered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοποίκιλοι — χρυσοποίκιλος gold embroidered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”